Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται και στην Ελλάδα η αναγνώριση του ιδιαίτερου ρόλου των οικογενειών που φροντίζουν ένα μέλος τους που πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή, ιδιαίτερα από σχιζοφρένεια. Σ΄αυτό συντελεί το γεγονός ότι οι οικογένειες, σπάζοντας το φράγμα της σιωπής και του στίγματος, αρχίζουν να αρθρώνουν συγκροτημένο λόγο για τα σημαντικά ζητήματα που τις αφορούν άμεσα και με πολλούς τρόπους άπτονται της ψυχικής υγείας, που αποτελεί ένα μείζον θέμα δημόσιας υγείας, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.).
Ο Π.Ο.Υ. στην Έκθεση για την Παγκόσμια Υγεία 2001 “Ψυχική Υγεία: Νέα Αντίληψη, Νέα Ελπίδα” – μία δημοσίευση που χαρακτηρίστηκε ως ορόσημο – τεκμηριώνει ότι οι ψυχικές διαταραχές προκαλούν σημαντική επιβάρυνση στη δημόσια υγεία, σε όρους οικονομικούς, κοινωνικούς, οικογενειακούς και προσωπικούς. Επιπροσθέτως τονίζει ότι σήμερα υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για πολλές από αυτές, παρά το παρατηρούμενο χάσμα αναφορικά με την επιβάρυνση που προκαλούν και τους πόρους που διατίθενται για την αντιμετώπισή τους.
Για να αξιοποιηθούν όμως οι διαθέσιμες θεραπευτικές παρεμβάσεις πρέπει ο τομέας της ψυχικής υγείας να βγει από το περιθώριο που βρίσκεται παγκοσμίως – κυρίως λόγω του στίγματος και των προκαταλήψεων που έχουν σαν αποτέλεσμα πρακτικές διακρίσεων και αποκλεισμού – και να πάρει τη θέση που του αναλογεί, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες και ανακούφιση από τον τεράστιο ψυχικό πόνο που προκαλούν οι ψυχικές διαταραχές, σε όσους τις χρειάζονται και στις οικογένειές τους.
Η ανάδειξη της ψυχικής υγείας στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων και των υπουργείων υγείας ειδικότερα, είναι ένα σύνθετο ζήτημα στο οποίο μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής υγείας, σε συνεννόηση και με άλλους τομείς όπως οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, της πολιτικής εκπαίδευσης, απασχόλησης, κοινωνικών υπηρεσιών κ.α.
Παράλληλα, εμπλέκονται ουσιαστικά και οι λειτουργοί της υγείας, γενικής και ψυχικής, και, κυρίως, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ως χρήστες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας που δεν είναι άλλοι από τα άτομα με ψυχικές διαταραχές και τις οικογένειές τους, δηλαδή κάποιοι από μας, μια και το 25%, περίπου, του συνολικού πληθυσμού θα παρουσιάσουν, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, μια τέτοια διαταραχή, ηπιότερης ή σοβαρότερης μορφής.
Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή διαταραχή. “Η πορεία της ποικίλει από άτομο σε άτομο, και μπορεί να υπάρξει πλήρης ανάρρωση στο ένα τρίτο των περιπτώσεων. Μπορεί, όμως, να ακολουθήσει μια χρόνια και υποτροπιάζουσα πορεία με υπολειμματικά συμπτώματα και ελλιπή κοινωνική αποκατάσταση. Τα άτομα με χρόνια σχιζοφρένεια, αποτελούσαν μεγάλο ποσοστό των τροφίμων των ψυχιατρείων στο παρελθόν, όπως και σήμερα, όπου ακόμη υπάρχουν τέτοια ιδρύματα.
Οι σύγχρονες πρόοδοι στη φαρμακευτική θεραπεία και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση, μπορούν να αντιμετωπίσουν σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, με πληρότητα και διάρκεια, σχεδόν τους μισούς από όσους αρχικά εκδηλώνουν σχιζοφρένεια. Λιγότεροι από το ένα πέμπτο των ατόμων που εκδηλώνουν σχιζοφρένεια συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρούς περιορισμούς στην καθημερινή τους ζωή.”3 Από το παραπάνω έγκυρο απόσπασμα συνάγεται ότι η διαδεδομένη αντίληψη ότι είναι μια ανίατη αρρώστια είναι λανθασμένη. Πρέπει όμως να την θεραπεύσουμε και για να συμβεί αυτό πρέπει να τη γνωρίσουμε.
Σ΄ αυτό ακριβώς η παρούσα έκδοση συμβάλλει τα μέγιστα. Με απλό, κατανοητό τρόπο παρουσιάζονται τα βασικά στοιχεία γύρω από τη φύση της νόσου και τις διαθέσιμες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα είναι τα κεφάλαια 5 και 8 “Αντιμετωπίζοντας καταστάσεις κρίσης” και “Ζώντας με τη σχιζοφρένεια” αντίστοιχα. Στο πρώτο αναφέρονται χρήσιμες, πρακτικές συμβουλές για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των δύσκολων αυτών καταστάσεων.
Στο δεύτερο εντυπωσιάζει η γλαφυρή περιγραφή μιας προσωπικής μαρτυρίας για το πώς μια γυναίκα βίωσε την πολύχρονη νόσο της, ενώ, παράλληλα, περιγράφονται αναλυτικά τα ποικίλα, έντονα συναισθήματα που κατακλύζουν τις οικογένειες και προτείνονται τρόποι για μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, προκειμένου η οικογένεια να διατηρήσει το επίπεδο συνοχής και λειτουργικότητας που χρειάζονται τόσο το άρρωστο μέλος, όσο και τα υπόλοιπα.
Το περιεχόμενο του βιβλίου, στο σύνολό του, αποτελεί μια πολύτιμη συνεισφορά όχι μόνο στις οικογένειες που έχουν κάποιο μέλος τους με σχιζοφρένεια, αλλά και στο ευρύ κοινό προκειμένου να γνωρίσει τα πραγματικά γεγονότα για μια πολύ παρεξηγημένη αρρώστια, που λόγω ακριβώς αυτών των παρανοήσεων και μύθων που την περιβάλλουν καθίσταται, πολλές φορές, δύσκολη η αντιμετώπισή της.
Ο ρόλος των οικογενειών στην θεραπευτική αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας αναγνωρίστηκε ότι είναι σημαντικός σχετικά πρόσφατα, παράλληλα βέβαια με την φαρμακευτική θεραπεία και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση. Συγχρόνως, το σύστημα και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας αναγνωρίζουν ότι ο λόγος τους, μαζί με αυτόν που εκφράζουν τα ίδια τα άτομα με ψυχικές διαταραχές, για τις υπηρεσίες που χρειάζονται και την αξιολόγησή τους, αποτελεί ιδιαίτερη συνεισφορά στη δημιουργία μιας δυναμικής συμμαχίας που επιτρέπουν να γίνει πραγματικότητα τόσο η Νέα Αντίληψη όσο και η Νέα Ελπίδα που αναφέρονται στην ομώνυμη έκθεση του Π.Ο.Υ.
Β. Ζαχαριάς, Κοινωνικός Λειτουργός